Σκηνή στην παραλία.
Δύο μπαμπάδες, δύο μικρά αγόρια, δύο μεγάλες τσάντες, μια μικρή ψάθα, ένα μεγάλο φτυαράκι και μια μεγάλη διαπραγμάτευση.
Ρε φίλε, έλα να σου βάλω μαγιώ …
Λέω να φέρω λίγο νεράκι με το φτυαράκι μου …
Έλα ρε φίλε, έλα να βάλεις μαγιώ …
Όχιιιιι!!
Θα βραχούν τα ρουχάκια σου ρε φίλε … έλα να βάλουμε μαγιώ …
Λέω να φέρω λιγο νεράκι με το φτυαράκι μου …
Έλα ρε φίλε …
Όχιιιι!!
Όλα τα παιδάκια φοράνε μαγιώ ρε φίλε … έλα …
Θέλεις να καθίσεις στο καρεκλάκι και να βάλεις το μαγιώ; μήπως στη ψαθούλα; ή να σε έχει αγκαλιά ο μπαμπάκας;
Λέω να φέρω λιγο νεράκι με το φτυαράκι μου …
Έλα ρε φίλε … έλα να βάλεις μαγιώ …
«Άντε, ακόμη;» ρωτούσε ο άλλος πατέρας του οποίου ο γιος ήταν μεγαλύτερος, δεν είχαν τέτοια θέματα να λύσουν και ήδη τσαλαβουτούσε στα νερά από ώρα.
«Δε θέλει; μην τον πιέζεις, με το μαλακό! Άφησέ τον με το παντελονάκι.»
«Τι να κάνω, δεν ξέρω τι να κάνω ρε συ! Δεν έχω άλλα ρούχα μαζί μου, κι αν βραχεί;» απαντούσε εκείνος ξεφυσώντας και κάνοντας με απίθανη ηρεμία την ίδια ερώτηση στο μικρό Θανασάκη ξανά και ξανά που στρίγγλιζε στην παραμικρή προσπάθεια του μπαμπά του να ακουμπήσει το παντελονάκι του!
«Ε, αν βραχεί, τότε θα του βάλεις το μαγιώ!» (Αντίστροφη λογική – ή αλλιώς, πως να πνιγείτε σε μια κουταλιά νερό). Μπαμπάδες!!!
Ο διάλογος συνεχίστηκε για ένα τέταρτο της ώρας στο ίδιο μοτίβο, με αμείωτη ένταση και χωρίς διακοπές … Κάθε φορά που ο μπαμπάς του τον παρακαλούσε υπομονετικά να προχωρήσουν επιτέλους τη διαδικασία, ο μικρός πηγαινοερχόταν με το φτυαράκι τάχα για να φέρει νερό, χωρίς ωστόσο να το βρέχει καν.
Τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να προτείνω λύση στην απόγνωση του δόλιου πατέρα λέγοντάς του ότι πολύ το παιδεύει το πράγμα, πολύ το διαπραγματεύεται και μήπως να του το βάλω εγώ το μαγιώ με δυο κινήσεις να τελειώνουμε, ο τρίχρονος, χαριτωμένος Θεός αποφάσισε επιτέλους να βάλει μαγιώ!
Άντε ρε φίλε, επιτέλους … ! Καλές βουτιές!