Να σε κάψω Γιάννη …

Μετά από ένα πολύ κουραστικό απόγευμα, με τον Βασίλη βουτηγμένο στην αντίδραση άνευ προφανούς λόγου και αιτίας, τα δικά μου νεύρα ξεχειλωμένες κορδέλες να ανεμίζουν στην απόγνωση και το πρωινό της Δευτέρας να μοιάζει όαση που δυστυχώς αργεί να έρθει, οι άντρες έφυγαν – και καλά έκαναν – με σκοπό την αποφυγή της σύρραξης κι εγώ έμεινα μόνη να συμμαζέψω μυαλά και στομάχι.
Η κόντρα για τα καθημερινά, τα γνωστά, τα ανούσια (;), αυτά που πρέπει να γίνουν. «Όχι τώρα, σε λίγο, λίγο αργότερα, όχι ακόμη, περίμενε, μια στιγμή, μετάνιωσα, δε θέλω τελικά, άσε με, άσε με, δεν έχω απάντηση, όχι, όχι, όχι«. Όχι σε όλα. Κόντρα, αντίδραση, πρόκληση. Και ανακολουθία. Και λόγια μεγάλα. Και τελικά καυγάς. Προεφηβεία… (ακολουθεί εφηβεία, κλιμακτήριος και πάει λέγοντας).

Μένω «επιτέλους» μόνη. Η Κλειώ μόνο μέσα στα πόδια μου τριγυρίζει και με κοιτάζει στα μάτια. Κι έρχεται να χαϊδευτεί η γλυκούλα μου. Τη σφίγγω επάνω μου, εκείνη κουρνιάζει και κρύβω το πρόσωπό μου στο τρυφερό της μαλλάκι. Η ζεστασιά της με  ηρεμεί.

Και πάνω που έχω έρθει πάλι στα συγκαλά μου και η ησυχία του σπιτιού αρχίζει να μη μου είναι και τόσο ευχάριστη, το κλειδί ακούγεται στην πόρτα και ένα κύμα από ποδοβολητά και δυνατά μαμάαααα! ανατρέπουν το σκηνικό μου.
«Πού είσαι μαμά; στο γραφείο; Κλείσε τα μάτια σου!» Τα κλείνω.
«Άνοιξε το χέρι σου!». Υπακούω.
«Πιάσε!». Πιάνω κάτι σαν καλαμάκι … ανοίγω τα μάτια και βλέπω να κρατώ ένα μεγάλο κατακόκκινο τριαντάφυλλο.

rose
Πίσω από αυτό, μια μούρη – η δική του – με δυο λαμπερά μάτια γεμάτα ανυπομονησία και πονηρό χαμόγελο με ρωτά: «Σου αρέσει;» Χαμογελώ συγκρατημένα και πριν απαντήσω συνεχίζει:
«Στο πήρα για να σου ζητήσω συγνώμη«. Χμμμ, άτιμε … σκέφτομαι, πας να με ρίξεις.
«Και ξέρεις; καθόλου δε με νοιάζει που είναι κόκκινο και που οι άντρες δεν δίνουν κόκκινα τριαντάφυλλα παρά μόνο στη γυναίκα που αγαπούν γιατί εγώ σε αγαπώ!!! Μανούλα μου!»
Χμμμ, ξανασκέφτομαι και κρατώ – ακόμη – λίγο, λιγουλάκι χαρακτήρα.
Με αγκαλιάζει σφιχτά από το λαιμό και με φιλάει πριν προλάβω να πω τίποτα. Άτιμο, μικρό αντράκι. Πάει και ο χαρακτήρας, πάνε όλα. Πώς να μην;

Μέχρι νεωτέρας φυσικά, μήπως δε ξέρω με ποιον έχω να κάνω;

Σας φιλώ,
Όλγα

Μαλλιοτραβήγματα

Πως γίνεται τόσο συχνά να παίζω στο ίδιο έργο; Πώς γίνεται να έχω συνεχώς την ίδια απορία; Πώς γίνεται κάθε φορά να υπόσχομαι ότι την επόμενη μέρα «απλά» θα το αποφύγω; Πώς γίνεται από απόσταση ασφαλείας να εντοπίζω ξεκάθαρα την υπερβολή αλλά στα κοντινά πλάνα να κοντεύω στην υστερία; Πώς γίνεται το στομάχι μου γροθιά που χορεύει, ενώ άλλες ώρες, για τον ίδιο λόγο, οι κοιλιακοί μου δένονται κόμπο από το γέλιο;

«Όχι αυτή τη μπλούζα, η ετικέτα ενοχλεί και κυρίως το μανίκι είναι φαρδύ, στην άλλη είναι στενό, μα πιο στενό από όσο πρέπει, είναι και λίγο μακριά, πιο μακριά από την άλλη, την άλλη, εκείνη την καλοκαιρινή … μα γιατί δε φοριέται, τι κι αν είναι τέλη Νοεμβρίου, δεν κάνει πια και «τόσο» κρύο, έχει ήλιο, θα βγάλει ήλιο…»
«Και το κορδόνι του παπουτσιού λίγο πιο σφιχτά, όχι τόσο, με ενοχλεί, κι εκείνο το μπουφάν «το άλλο»,  είναι απλά κοριτσίστικο, δεν ταιριάζει, δεν πάει, με τί-πο-τα.»
«Και το φανελάκι, φαίνεται το φανελάκι, εκεί στην άκρη της λαιμόκοψης, το γαζί του είναι άλλο χρώμα και φαίνεται, δε γίνεται να φαίνεται, μάλλον το άλλο φανελάκι με το άλλο χρώμα γαζί είναι πιο κατάλληλο» – ευκαιρία για άλλη μια δοκιμή, άλλη μια αλλαγή ενδυμασίας – έχουμε χρόνο, σιγά μη χτυπήσει το κουδούνι, είδες που προλάβαμε;  Εκείνη η μπλούζα με τα δίχρωμα μανίκια, εκείνη ταιριάζει, φοριέται μια χαρά με φόρμα, δεν έχει μικρύνει, μια χαρά είναι, να κρύβει τα δάχτυλα δηλαδή θα έπρεπε;»
«Και ναι τόση ώρα μέσα στο μπάνιο, ότι θέλω κάνω, επιτέλους και η γεύση αυτής της οδοντόκρεμας τόσο χάλια και μπλιαξ, σιγά να μην είναι η ίδια με την πεντανόστιμη γεύση της προηγούμενης εβδομάδας, κι ας ήταν το ίδιο ακριβώς σωληνάριο …»
«Κι η φράντζα χάλια στέκεται, η χτένα είναι από αυτές που μπλέκουν τα μαλλιά και πονάει – για κούρεμα ούτε λόγος – με λίγο νεράκι θα στρώσει μια χαρά, νάτο, τέλειο, έτοιμος, κοίτα με, αν και λίγο πετάνε από δεξιά, στάσου να τα ξαναφτιάξω, βοήθα λίγο κι εσύ μαμά … και τι σε πειράζει που κοιτιέμαι συνεχώς στον καθρέφτη, άλλωστε δεν είναι και τόσο συνεχώς, πού είναι το κακό που ήθελα να δω πως φαίνομαι;»
«Κι εκείνα τα γάντια πού είναι; ζέστη κάνει για μπουφάν αλλά τελικά ίσως και λίγο κρύο … στα χέρια.»
«Τώρα, έρχομαι, σε λίγο, ναι, τώρα σου λέω, φτάνω, μαμάαα, έρχομαι, σε πέντε λεπτά μαμά, σε δέκα, σε ακόμη λίγο, τώρα σου λέω, πω-πωωω, έλεος, έλεος, για όνομα, έρχομαι. Τώρα, μια στιγμή, σε λίγο, τώρα, μα ακόμα λίγο, ναι σου λέω. Μαμάαααα, μαμάκα … μήπως θύμωσες ή μου φάνηκε; α, είπα μήπως …»

Οι Σεληνιασμένοι; Επιπλοκή της γέννας; Μούρλα; Αναπτύσσει προσωπικότητα και αρχίζει «απλά» η προεφηβεία; Μα λίγο μετά τα 8; Ναι τελικά και Μακάρι.
Μακάρι θα πω, τι να πω, να ξεθυμάνει, να εκτονωθεί, να αντιδράσει, τώρα. Τώρα που είναι ακόμη του χεριού μου. Να καταλαγιάσει η τρέλα, η αντίδραση, η αμφισβήτηση. Όχι εντελώς, δεν έχω αυταπάτες, αλλά να εκτονωθεί τώρα που έχω – φαντάζομαι – τον έλεγχο. Να έρθει στην εφηβεία να μελώσει τότε το ανταριασμένο του κεφάλι, να κατακαθίσουν οι διδαχές, τα λόγια, οι συμβουλές, οι αγάπες, η καθοδήγηση. Να τα περάσει τώρα. Να τα περάσω τώρα!

«Τυχερήηηη, έχεις αγόρι! Δεν ξέρεις από μαλλιοτραβήγματα! Δεν ξέρεις από τσακωμούς για τα ρούχα, τα μαλλιά, τις κολώνιες, το παπούτσι, την κάλτσα, το μπουφάν. Ένα ρούχο, ότι να’ναι, κι ούτε γυρίζουν να σε δουν. Χάνεις όμως βρε και τα χαϊδολογήματα, τις αγκαλιές, τα φιλιά και τις κοριτσίστικες γλύκες, άλλη χάρη έχουν όσο να πεις … δε βαριέσαι, γερά να είναι όμως όλα τους, ε;»

Δεν μιλώ. Συνήθως (άντε, σπανίως). Δεν ανατρέπω τις θεωρίες. Και η γνωστή επωδός, να είναι όλα τους γερά! Λες και είπε κανείς το αντίθετο. Ή λες και θα «άλλαζε» ένα γερό αγόρι με ένα ασθενικό κορίτσι, μόνο και μόνο για να έχει να πλέκει κοτσίδες, να αγοράζει πολύχρωμα καλσόν, φιόγκους και φραμπαλάδες.

Τυχερήηηηη που έχω αγόρι, που έχω αυτό ακριβώς το αγόρι που μου τρελαίνει τα μυαλά, μιλάει στη διαπασών και μπλέκει τα νεύρα μου κορδέλες. Τυχερή που έχω αυτό ακριβώς το αγόρι που κάποιες ώρες με κάνει να κλαίω σαν χαζή από τα νεύρα, μα σαν ακόμη πιο χαζή από τα γλυκόλογα, τα ραβασάκια, τα ξελιγωμένα βλέμματα, τα ρουφηχτά φιλιά, τις αγκαλιές και τους όρκους αιώνιας αγάπης … εγώ η τυχερή, που έχω αγόρι.

Vas

Σας φιλώ,
Όλγα