Θερινό σινεμά.

Θερινό σινεμά. Τετ – α – τετ. Δροσιά.

Σκηνή πρώτη.
Καθίσματα σκηνοθέτη, ζωηρές πρασινάδες, χρωματιστά τραπεζάκια, περιποιημένοι βασιλικοί εδώ κι εκεί.
Διαλέγουμε τις θέσεις μας και χαζεύουμε τον κόσμο. Τα ελεύθερα καθίσματα λιγοστεύουν, οι παρέες αυξάνονται.

vbvia

Σκηνή δεύτερη.
Δυο – τρεις οικογένειες εμφανίζονται με παιδιά δημοτικού. Μου κάνει εντύπωση, αλλά οκ. Το έργο είναι γαλλική κωμωδία και όσο για το τι ώρα κοιμούνται δεν μου πέφτει λόγος. Ούτε και για το τι βλέπουν άλλωστε.
Χαζολογάμε, βάζουμε αντικουνουπικό και περιμένουμε να αρχίσει.

Σκηνή τρίτη.
Μια ακόμη οικογένεια εμφανίζεται σε πλήρη σύνθεση. Μπαμπάς, μαμά, οκτάχρονο, καρότσι, τρίχρονο… Κάθονται – πού αλλού; – πίσω μας.
Τρίχρονο; Πριν με καταβάλουν άγριες σκέψεις, προσπαθώ να ακολουθήσω τη συμβουλή του μπαμπά μου και να το δω «αλλιώς». Κι αν οι άνθρωποι δεν έχουν που να τα αφήσουν; Κι αν είναι μόνοι στον κόσμο ή έστω στην πόλη; Κι αν είναι η μοναδική τους δυνατότητα να πάνε κάπου; Στο κάτω κάτω μπορεί το παιδάκι να κοιμηθεί σε λίγο, άλλωστε το καρότσι είναι ήδη σε ανάκλιση …

Σκηνή τέταρτη.
Τα «προσεχώς» αρχίζουν. Έχει ακόμη φως. Είναι λίγο μετά τις 9.
Η μικρή τρίχρονη βομβαρδίζει τη μαμά της με ερωτήσεις. «Γιατί ήρθαμε εδώ;» «Για να δούμε το έργο». «Ναι, αλλά γιατί ήρθαμε εδώ;» «Για να δούμε το έργο». «Το κατάλαβα αυτό (??) αλλά γιατί ήρθαμε εδώ;!». «Για να δούμε το έργο». Προσπαθώ να το δω ως ελαφρά χαριτωμένο. Όταν αρχίσει το έργο, θα σταματήσουν.

Σκηνή πέμπτη.
Το έργο ξεκινά, οι ερωτήσεις πληθαίνουν, η ένταση των διαλόγων μεγαλώνει, το κοριτσάκι συνεχίζει απτόητο, η μαμά το ίδιο. Προσπάθεια από μέρους της να εξηγήσει – τι να εξηγήσει –  ότι δε μιλάμε δυνατά εντελώς ανύπαρκτη. Πρόθεση ανύπαρκτη επίσης. Κάθε άλλο. Αναμεταδίδει ζωηρά με εξαιρετική άνεση και ξέχειλη γλύκα. Δε μπορεί, θα σταματήσουν.

Σκηνή έκτη.
Γυρίζω πίσω και αναρωτιέμαι φωναχτά και ευγενικά «μήπως γίνεται να μη μιλάμε;» κοιτάζοντας τη μαμά και κάνοντας νόημα προς το παιδάκι. «Χμμμ, δεν είναι εύκολο!»  απαντάει με προκλητική αναίδεια και μεγάλη ευκολία!
«Ξέρετε, μάλλον θα πρέπει να βρείτε έναν τρόπο. Άλλωστε δεν είστε σε παιδότοπο.» Γυρίζω μπροστά και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ταινία. Το άλλο «έργο» πίσω μου, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Μάλλον δε θα σταματήσουν.

Σκηνή έβδομη.
Το κοριτσάκι σαν να ησυχάζει για λίγο. Αντιλαμβάνομαι ότι απλά λείπει για λίγο. Επιστρέφει δριμύτερο, ξανακοιτάζω με νόημα πίσω, η μαμά του σαν να λέει κάτι για να μιλάει πιο σιγά κι εκείνο φωνάζει ότι απλά δε θέλει να μιλάει πιο σιγά. Εκείνο μιλάει δυνατά, η μαμά σιωπά.

Σκηνή όγδοη.
Το κοριτσάκι παίζει με κουβαδάκι και το γεμίζει χαλίκια. Αδειάζει το κουβαδάκι, γεμίζει το κουβαδάκι…
Το κοριτσάκι θέλει να κάνει μπουρμπουλήθρες. Ναι. Προφανώς και κάνει. Συνεχόμενα. Όχι στη θέση της, όρθια. Κολλημένη στο μπράτσο μου και ύστερα στο μπράτσο του Χάρη. Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει. Με προλαβαίνει ο Χάρης.
«Μπορείτε να κάνετε το παιδάκι να σταματήσει;»
Ο πατέρας αφήνει για λίγο την ταινία και ασχολείται μαζί μας. «Παιδί είναι«.
«Δεν αμφιβάλουμε, ενοχλεί όμως».
«Κι όλοι αυτοί που καπνίζουν κι έρχεται ο καπνός στο παιδί γίνεται να το σβήσουν;»
«Φέρατε το μωρό σε θερινό σινεμά ενηλίκων, ενοχλείτε τον κόσμο και έχετε τέτοιες απαιτήσεις;»
«Δε λέει πουθενά ότι απαγορεύεται για κάτω των 18«, μας αποστομώνει. (!!!)

Η σκηνή τελειώνει με τη μάνα να φεύγει αλαφιασμένη μπουρδουκλώνοντας τα πόδια της στα πίσω καθίσματα και τους γύρω θεατές να κάνουν επιπλέον παρατηρήσεις. Ο θιγμένος πατέρας τρέχει πίσω της μα πριν το κάνει σκύβει και μας λέει «ευχαριστώ που κάνατε τη γυναίκα μου να χάσει το έργο«. Απλά απίθανος.
Το παραλήρημα της ηλιθιότητας, του παραλογισμού και του θράσους μας αφήνει κυριολεκτικά άφωνους.

Σκηνή ένατη.
Η υπόλοιπη ώρα κυλά ήρεμα. Η ταινία απολαυστική. Γελάμε με την καρδιά μας. Η … αναισθησία μας δεν μας αφήνει περιθώρια για τύψεις που χαλάσαμε τη βραδινή έξοδο μιας οικογένειας! Χα!

Μόνο που σε μια πολιτισμένη χώρα, δε θα χρειαζόταν ούτε να συγχιστούμε, ούτε να διαπληκτιστούμε, ούτε να δυσφορήσουμε. Οι υπεύθυνοι του χώρου θα είχαν διακριτικά βουτήξει από το γιακά γονείς, παιδάκια, καρότσια,  κουβαδάκια και μπουρμπουλήθρες και θα τους είχαν βγάλει έξω χωρίς να καταλάβει κανείς το παραμικρό. Σε μια πολιτισμένη χώρα όμως.

Σας φιλώ,
Όλγα

ΥΓ: (Το ότι σε ένα γεμάτο θερινό σινεμά, η μόνη – η μόνη, το τονίζω – οικογένεια με μωρό ήρθε και κάθισε πίσω μας, το αφήνω εντελώς ασχολίαστο!)

ΥΓ2 : Αν σας δοθεί η ευκαιρία, δείτε την ταινία, είναι πραγματικά απολαυστική!

Το γκολ της Εθνικής και τα Ελγίνεια.

 

Και ναι! Η Εθνική Ελλάδος έβαλε γκολ! Τελευταία στιγμή τους πήρε την μπουκιά από το στόμα κι αυτό αυτόματα πυροδοτεί την κατάλυση των πάντων. Διότι ο πανηγυρισμός είναι ξέφρενος και δεν υπολογίζει τίποτα!

Και μέχρι ένα σημείο, οκ. Το αντιλαμβάνομαι και δε χρειάζεται να είμαι ποδοσφαιρόφιλη, που δεν είμαι. Αυτό που αδυνατώ να αντιληφθώ είναι αυτή η απόλυτη ταύτιση. Ποιος το έβαλε το γκολ – σαφέστατα όχι «εμείς» αλλά φαίνεται ότι μέσα στην παραζάλη δεν είναι ορατό – στο τέλος χάνεται και σαν έννοια. «Το βάλαμε». Όλοι μαζί! Παίρνουμε αξία επιτέλους από κάπου. Αυτό αρκεί.

Οι κόρνες ηχούν ασταμάτητα – επίσης δεν αντιλαμβάνομαι το σκοπό, προφανώς για κάποιο λόγο πρέπει όλοι να σηκωθούν στο πόδι, να κρεμαστούν από τα μπαλκόνια στη 1 η ώρα πρωινή, να συνταχτούν με τους υπόλοιπους.
Οι ντουντούκες τρυπούν τα αυτιά, ξυπνούν κόσμο, αναστατώνουν μωρά, ενήλικες, γέρους, αρρωστους, κουρασμένους, ή άλλους που απλά ασχολούνται με κάτι άλλο (απορώ πως ζουν)  με απώτερο σκοπό τη διάδοση του χαρμόσυνου νέου στα πέρατα των κατοικημένων περιοχών. ‘Ενθερμοι υποστηρικτές της Εθνικής χτυπούν ρυθμικά και με μένος τις ιδρωμένες παλάμες τους στα καπό των αυτοκίνητων – των άλλων – οι κάδοι της ανακύκλωσης παίρνουν φωτιά και βραχνά λαρύγγια ουρλιάζουν «Γεια σου Ελλαδάρα!» με πλούσια σειρά κοσμητικών επιθέτων γιατί προφανώς μόνο έτσι εκφράζεται σωστά το μέγεθος της επιτυχίας … ο αέρας μυρίζει μπύρες, τσιγάρα, ιδρώτα.

Υπερβολική; Ίσως. Όσο και ο τρόπος του πανηγυρισμού. Όσο και ο τρόπος έκφρασης της χαράς, της ικανοποίησης. Όσο και η ταύτιση με το γεγονός και εκείνους που το πέτυχαν. Όσο υπερβολικά λείπει από αυτόν τον τόπο η ποιότητα. Γιατί ποιότητα δεν είναι μόνο το τι επιλέγεις για να ψυχαγωγηθείς αλλά και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεις τα συναισθήματά σου.

«Ελλαδάρα» δε λες τίποτα φίλε μου. Άλλωστε τι άλλο να περίμενε κανείς για να νιώσει περήφανος για τον τόπο του. Παρακολουθώ κι εγώ η ποδοσφαιρικά άσχετη με δέος (not).
Και φαντάζομαι τι τρελός χαμός έχει να γίνει έτσι και πάρουμε πίσω τα Μάρμαρα …

Σας φιλώ,
Όλγα

 

elgin_marbles                                  via